-
1 ἐπικόπτω
A- κέκοφα Phld.D.1.15
:— strike upon (i.e. from above), fell, βοῦνἐπικόψων Od.3.443
.2. later, of trees, lop, pollard, Thphr.CP5.17.3; cut down brushwood, PLond.3.1170B26 (iii A.D.): metaph., cut short, bring down from high estate,τοὺς πεφρονηματισμένους Arist. Pol. 1284b2
;φιληδονίαν ἀκόλαστον Plu.2.529b
; check, impede, πράξεις ib.975b;στάσιν J.BJ2.17.4
([voice] Pass., Hp.Ep.13); reprove, censure, τινά Timo 4, Myro 2 J., Plu.Cic.24, Philostr. V A5.35, al.; refute, Phld. l.c.;δόξας Id.Po.5.26
.3. ἐ. χαρακτῆρα stamp, coin, Arist.Oec. 1349b31.4. cut anew, [τὸν] ἀποτριβέντα [μύλον] Str.15.2.2.b. Archit., dress blocks of stone, etc.,κατὰ κεφαλήν IG7.3073.183
(Lebad.), cf. ib.4255.15 ([place name] Oropus);πλίνθον Milet.7p.59
([place name] Didyma).7. injure,αἱ ἡδοναὶ ἐ. τὴν ἰσχύν Philostr.Gym.52
:—[voice] Pass.,- κοπεὶς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπό τινος Id.VS2.25.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικόπτω
-
2 επικοπτω
1) (ударом сверху) поражать, убивать(βοῦν Hom.)
2) выбивать, чеканить(χαρακτῆρα Arst.)
3) укрощать, смирять(τοὺς πεφρονηματισμένους Arst.)
4) бранить, порицать(φιληδονίαν ἀκόλαστον Plut.; τὰ περί τινος εἰρημένα Diog.L.)
5) med. ударяя себя в грудь оплакивать(νεκρόν Eur.)
См. также в других словарях:
επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… … Dictionary of Greek